Η ιστορία της σταφίδας στον Κορινθιακό κόλπο είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την ιστορία της χώρας ως το αγροτικό προϊόν µε τη σηµαντικότερη συµβολή στο ισοζύγιο του εξωτερικού εµπορίου.
Ήταν επόµενο να γίνει πρόξενος ελπίδων και προσδοκιών, απογοητεύσεων και ανατροπών, οικονοµικών ανακατατάξεων και κοινωνικών διακυµάνσεων. Έφερε ευηµερία και εξαθλίωση, καθόρισε τη φυσιογνωµία πόλεων και την υπόσταση περιοχών ολόκληρων.Από τη µυθολογία στην Απελευθέρωση Η µυθολογία αποδίδει τη γέννηση της αµπέλου στο Διόνυσο. Το κλήµα προστάτεψε το µικρό θεό από τις φλογερές ακτίνες του Ήλιου, ενώ τη στενή σχέση του µε την αµπελουργία υποδηλώνουν και τα ονόµατα των γιων του: Άµπελος, Στάφυλος και Οινοπίων.Οι σταφίδες ή ασταφίδες ή σταφυλίδες, αναφέρονται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς και συνήθως υπονοούν την σηµερινή κορινθιακή σταφίδα. Η εμπορική αξία της αναγνωρίστηκε πολύ νωρίς στην ιστορία των λαών της Μεσογείου. Στην αρχαία Ρώμη ένας σκλάβος ανταλλασσόταν με δύο βάζα σταφίδα, και σχεδόν όλοι οι λαοί της Μεσογείου τη θεωρούσαν πολύτιμο φάρμακο. Τον 11ο αιώνα οι σταυροφόροι έφεραν τις σταφίδες στην Ευρώπη και το εμπόριό της γνώρισε νέα άνθιση. Το 1340 αναφέρονται από τον Ιταλό έμπορο Pegalotti δύο εξαγωγικά λιµάνια σταφίδας στην Πελοπόννησο: της Γλαρέντζας (Κυλλήνη) και της Κορίνθου. Τον 15ο αιώνα αποτελεί αναγνωρισµένο είδος εµπορίας στην Ευρώπη και στην Αγγλία απαιτείται ειδική άδεια για την εµπορία της. Την εποχή εκείνη κατά την οποία η Πελοπόννησος φραγκοκρατείται, η κορινθιακή σταφίδα µεταφέρεται από Ενετούς εµπόρους στα Βρετανικά νησιά, τη βόρεια Γερµανία και την Ολλανδία. Η καλλιέργεια της στην Πελοπόννησο βρίσκεται σε ακµή µέχρι το τέλος της Α΄ Ενετοκρατίας οπότε επικράτησαν στην περιοχή οι Τούρκοι. Από τότε και µέχρι το 1686 η καλλιέργεια σταφίδας θα υποστεί δεινό πλήγµα. Κατά τη διάρκεια της Β΄ Ενετοκρατίας πολλοί περιηγητές αναφέρουν ότι η καλλιέργεια σταφίδας στην Κορινθία ήταν περιορισµένη, ενώ είχε αναπτυχθεί στην Αιγιαλεία και την Ναύπακτο, αλλά και στην Πάτρα αλλά και στο Αιτωλικό. Κατά τη διάρκεια της 2ης Τουρκοκρατίας της Πελοποννήσου (1715-1828), η καλλιέργεια περιορίστηκε και παραµελήθηκε ενώ ενισχύθηκε στα Ενετοκρατούµενα Επτάνησα, κυρίως λόγω των προσκομμάτων που δημιουργούσαν οι Ενετοί έμποροι. Η σταφίδα και το νέο Ελληνικό Κράτος (19ος αι.)Την πρώτη 20ετία του ελεύθερου νεοελληνικού Κράτους η αύξηση της σταφιδοκαλλιέργειας ήταν αλµατώδης. Οι σταφιδοκαλλιεργούµενες εκτάσεις, µέχρι το 1860, εξαπλασιάστηκαν φτάνοντας τα 120-150.000 χιλιάδες στρέµµατα και συνέχισαν να αυξάνονται. Έτσι ενώ το 1882 η συνολική σταφιδοπαραγωγή της χώρας έφθανε τους 7.000 τόνους, το 1886 εκτινάχθηκε στους 123.000 τόνους.Τα λιµάνια του Λονδίνου, του Λίβερπουλ, της Μασσαλίας, της Τεργέστης, του Αµστερνταµ, της Οδησσού αποτελούσαν τον προορισµό των πλοίων, που έφευγαν από τα λιµάνια της Πάτρας, του Κατακώλου, του Αιγίου, της Καλαµάτας και της Ζακύνθου. Η Πάτρα έγινε το κατ’ εξοχήν εξαγωγικό κέντρο της σταφίδας, που παρήγαγαν τα 66 σταφιδοπαραγωγά κέντρα Αχαΐας, Ηλείας, Αιγιαλείας, Αιτωλοακαρνανίας και Μεσσηνίας, ενώ ο ρόλος των λιµανιών Αιγίου και Κατακώλου ήταν συµπληρωµατικός. Δηµιουργήθηκε ένα δίκτυο πόλεων (Αίγιο, Κόρινθος, Ναύπακτος, Μεσολόγγι, Καλαµάτα), όπου συγκεντρωνόταν η παραγωγή, εκεί υπήρχαν µεσίτες, αποθηκάριοι, αντιπρόσωποι, που φρόντιζαν για την αποστολή της στην Πάτρα, στον µεγαλοεξαγωγέα. Η σταφίδα αναδείχθηκε στο κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του Ελληνικού Κράτους, καλύπτοντας το 80-85% της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Ο απόπλους του πρώτου πλοίου, στις αρχές κάθε Αυγούστου, που µετέφερε σταφίδα στα λιµάνια του εξωτερικού, τα «πριµαρόλια», είχε εορταστική µορφή και χαιρετιζόταν µε κανονιοβολισµούς και φωταψίες. Το 1851 στη Διεθνή Εµπορική Έκθεση του Λονδίνου, την επονοµαζόµενη «κάτοπτρον του κόσµου», έγινε η πρώτη σηµαντική προβολή του προϊόντος εκτός συνόρων. Η έκθεση άνοιξε τις πύλες της 1η Μαΐου 1851 και η Ελλάδα συµµετείχε έχοντας σε περίοπτη θέση την κορινθιακή σταφίδα. Από το 1850 η σταφίδα συσκευάζεται σε ξύλινα κιβώτια ή µικρούς σάκους. Οι πρώτες απόπειρες χρήσης µηχανών για τον καθαρισµό και την διαλογή γίνονται στα µέσα της δεκαετίας 1860. Η χρήση χηµικών λιπασµάτων άρχισε στα µεγάλα κτήµατα στα µέσα της δεκαετίας 1870. Γενικά, τον 19ο αιώνα, παρουσιάζεται ένας βαθµός εκσυγχρονισµού. Η αποξήρανση της σταφίδας ήταν ένα ζήτηµα, που απασχόλησε πάρα πολύ. Επί Όθωνα είχε προταθεί η κατασκευή ξηραντηρίων, όπως στην Ευρώπη, και η χρήση τεντών ή πανιών. Επίσης καθιερώθηκαν τα µικρά και διηρηµένα σε πολλά τµήµατα αλώνια, ώστε να σκεπάζεται εύκολα ο σταφιδόκαρπος. Στα 1875 άρχισαν να χρησιµοποιούνται, για το πλύσιµο και την αποξήρανση, οι «τζιβιέρες», ξύλινα ρηχά δοχεία µε πάτο, στα οποία έριχναν την σταφίδα, την έπλεναν και στη συνέχεια την εξέθεταν στον ήλιο. Τα πρώτα αποξηραντικά µηχανήµατα παρουσιάστηκαν στην Διεθνή Έκθεση των Παρισίων το 1878, αµερικανικής κατασκευής, όµως η µέθοδος δεν ευόδωσε καθώς η σταφίδα έχανε το χρώµα, τη γεύση και το άρωµά της. Το 1880 ο Παν. Στρουµπούλης από την Ζήρια, εισήγαγε την «υπό σκιάν ξήρανση», µέθοδος που διαδόθηκε πολύ σύντοµα. Την ίδια εποχή άρχισαν να χρησιµοποιούνται στην Ελλάδα, οι πρώτες χειροκίνητες καταθλιπτικές αντλίες (µάκινες), για το πλύσιµο της σταφίδας και η πολύ καθαρή σταφίδα χαρακτηρίστηκε ως «µακεναρισµένη», μια ειδική ποιότητα του προϊόντος. Η εµπορευµατοποίηση δηµιούργησε πολλά νέα επαγγέλµατα (σταφιδοµεσίτες, µεσίτες δελτίων παρακρατήµατος, πατητές, καρφωτές, µαρκαριστές, σταφιδοπαραλήπτες, κ.λπ.) και, γενικά, τα παραγωγά µέρη ζούσαν υπό τη σκιά της σταφίδας, από την οποία εξαρτόταν άµεσα. Το 1858 ιδρύθηκε στην Πάτρα από κτηµατίες και εµποροκτηµατίες η «Ελληνική Οινοποιητική Εταιρεία». Ένας από τους σκοπούς της οποίας ήταν η µεταποίηση σταφίδας σε οίνους και οινόπνευµα, ώστε να αξιοποιείται η πλεονάζουσα παραγωγή και να συγκρατείται η τιµή. Τον Σεπτέµβριο του 1861 η εταιρεία παρήγαγε τα πρώτα κρασιά σε 4 διαφορετικούς τύπους (αφρώδες, µαύρο, λευκό και κόκκινο σταφιδίτη) και το 1870 το λευκό της τιµήθηκε µε το χάλκινο βραβείο στην Έκθεση των Ολυµπίων. Η προσπάθεια, σηµατοδότησε την αρχή µιας πορείας που κατέστησε την Πάτρα και οινοποιητικό κέντρο. Την ίδια εποχή ιδρύθηκε η «Αχαΐα» του Βαυαρού G. Clauss, η οποία υπάρχει µέχρι και σήµερα. Η απαρχή της σταφιδικής κρίσηςΑπό το 1883 οι τιµές της σταφίδας είχαν αρχίσει να ανεβοκατεβαίνουν. Ωστόσο, το άνοιγµα της γαλλικής αγοράς, λόγω καταστροφής των γαλλικών αμπελώνων, ενίσχυσε προσωρινά τη σταφιδική οικονοµία, δηµιούργησε όµως προϋποθέσεις, να εκδηλωθεί κρίση υπερπαραγωγής. Η πρώτη ένδειξη για τον επερχόµενο κίνδυνο δόθηκε το 1889. Οι υπερβολικές τιµές των προηγουμένων ετών κατρακύλησαν και παρέµειναν πεσµένες. Τον επόµενο χρόνο η Γαλλία επέβαλε φόρο στην κατανάλωση των κρασιών από σταφίδα και κατόπιν αύξησε τον εισαγωγικό δασµό της σταφίδας. Εν τω µεταξύ, τα γαλλικά αµπέλια ξανάρχισαν να παράγουν. Το 1892 οι εξαγωγές προς Αγγλία και Γαλλία µειώθηκαν κατά 30 – 40%. Τη χαριστική βολή έδωσε η απόφαση της Γαλλικής Βουλής (1894) που αύξανε τον εισαγωγικό δασµό του προϊόντος από 15 φράγκα/100 κιλά σε 25. Εν τω µεταξύ, τα γαλλικά αµπέλια ξανάρχισαν να παράγουν.Για να αντιµετωπιστεί η κατάσταση το 1895 θεσπίζεται η Παρακράτηση. Πρόκειται για σε είδος καταβολή, από κάθε παραγωγό, του εγγείου φόρου επί της εξαγοµένης σταφίδας, ο οποίος κυµαίνεται από 15-20% επί των εξαγοµένων ποσοτήτων. Οι αποδείξεις παρακράτησης ονοµάζονταν δελτία και γίνονταν δεκτές στα τελωνεία προς καταβολή φόρων. Η παρακράτηση όµως δεν ήταν αποδεκτή από όλους, οι επαρχίες µε καλής ποιότητας σταφίδα αντιδρούσαν.Η κρίση είναι εδώΗ υπερανάπτυξη της σταφιδοκαλλιέργειας και η εξάρτησης της αγροτικής οικονοµίας από ένα µόνο προϊόν έκαναν το «θαύµα» τους. Η σταφίδα δεν ήταν πια ο µοχλός της οικονοµικής ανάπτυξης και τα τεράστια ποσά που είχαν διατεθεί για την καλλιέργεια δεν απέδωσαν τα προσδοκώµενα. Η επένδυση σε αµπελώνες συνδυάστηκε µε αποεπένδυση παγίου κεφαλαίου (ξερίζωµα αιωνόβιων ελαιώνων) και κυρίως τα κέρδη δεν διοχετεύθηκαν σε παραγωγικούς σκοπούς, αλλά σε επιδεικτική κατανάλωση.Κύρια αιτία της σταφιδικής κρίσης, ωστόσο, ήταν η ανυπαρξία σταφιδικής πολιτικής. Ανεξέλεγκτη καλλιέργεια και υπερπαραγωγή, σε µία εποχή, που η διεθνής ζήτηση µειωνόταν. Η, καθυστερημένη, προσπάθεια του Κράτους για άσκηση σταφιδικής πολιτικής δεν είχε τα αναµενόµενα αποτελέσµατα. Η έλλειψη δικτύου αποθηκών, η οπισθοδροµική οργάνωση της παραγωγής, η υποτυπώδης εσωτερική αγορά, η ανυπαρξία συνεταιρισµών, το τοκογλυφικό πιστωτικό σύστηµα, η άµεση εξάρτηση από το αγγλικό κεφάλαιο, οι καταχρήσεις υπαλλήλων και αποθηκάριων οδήγησαν σε παταγώδη αποτυχία την κάθε προσπάθεια. Παρά τα µέτρα η κατάσταση δεν βελτιωνόταν. Οι αγρότες της Πελοποννήσου και ιδιαίτερα της Αχαΐας και Ηλείας άρχισαν να κινητοποιούνται µε ιδιαίτερη µαζικότητα και µαχητικότητα. To κίνηµα των σταφιδοπαραγωγών της Πελοποννήσου ήταν µία «εξέγερση» κατά της οικονοµικής καταστροφής και της εξαθλίωσης ενός πληθυσµού, ο οποίος προσπαθούσε να διατηρήσει τις συνθήκες διαβίωσης του και να υπερασπιστεί το προϊόν του. Τα πιο σηµαντικά αιτήµατα ήταν η ίδρυση Γενικών Αποθηκών και η κρατική βοήθεια για τη χρηµατοδότηση ενός συνεταιριστικού οργάνου, το οποίο θα ανελάµβανε την αποθήκευση των πλεονασµάτων και την εµπορία της σταφίδας. Στις 15/6/1899 ψηφίστηκε από τη Βουλή το σταφιδικό νοµοσχέδιο «περί φορολογίας του σταφιδοκάρπου και περί συστάσεως Σταφιδικής Τραπέζης». Στις 27/6/1899 στο Δηµαρχείο Πατρών ιδρύθηκε η «Σταφιδική Τράπεζα» και από τον Αύγουστο του ίδιου έτους ανέλαβε τη διαχείριση της παρακρατηµένης σταφίδας. Η Τράπεζα δεν είχε το δικαίωµα εξαγωγής και εµπορίας, επιτρεπόταν µόνο η κατεργασία σταφίδας για την παρασκευή οινοπνεύµατος. Σκοπός της ήταν µεταξύ άλλων η δανειοδότηση των καλλιεργητών και η προµήθεια γεωργικών φαρµάκων σε τιµή κόστους. Τα µέτρα ενίσχυσαν την καλλιέργεια και ανάγκασαν τους τοκογλύφους να µειώσουν τα επιτόκια τους.Το 1902, όμως, σηµειώθηκε νέα µεγάλη πτώση των τιµών της σταφίδας, κορυφώνοντας τα αδιέξοδα. Η Κυβέρνηση προσπάθησε να αντιµετωπίσει την κρίση, που είχε διογκωθεί λόγω του Νέου Νόµου περί “φόρου των αµπέλων” και της φυλλοξήρας, η οποία έπληξε τα αµπέλια. Με Νόµο του 1904, προβλέφθηκε η φορολόγηση των νέων σταφιδοκαλλιεργειών µε 300 δρχ/στρέµµα, υπέρ της Σταφιδικής Τράπεζας. Η Τράπεζα εισέπραττε έγγειο φόρο 15% επί της σταφίδας κατά την εξαγωγή, ο οποίος µαζί µε το παρακράτηµα, που κυµαίνετο από 12-24%, έφθανε µέχρι 39%, ενώ όφειλε να αγοράζει όλες τις ποσότητες της σταφίδας, που έµεναν στα χέρια των παραγωγών µετά την εξαγωγή και την αφαίρεση της παρακράτησης. Όµως η κατάσταση δεν βελτιωνόταν. Το 1905 διαλύθηκε η Σταφιδική Τράπεζα και στη θέση της συστάθηκε, µε έδρα την Αθήνα, η «Προνοµιούχος Εταιρία», ή «Ενιαία». Η «Ενιαία» ήταν ιδιωτική κερδοσκοπική επιχείρηση, µε 25 υποκαταστήµατα και αποθήκες σε Πελοπόννησο και Επτάνησα και σκοπό της ήταν η ρύθµιση της προσφοράς και η περιφρούρηση των συµφερόντων του Κράτους. Η ίδρυση της σηµατοδότησε την παρέµβαση του τραπεζικού κεφαλαίου στην αγροτική παραγωγή. Η χειρότερη πράξη στην «κωµωδία», εις βάρος της σταφίδας, ήταν το δάνειο εκριζώσεως, που σύναψε η «Προνοµιούχος Εταιρεία», για την αποζηµίωση όσων θα ξερίζωναν τις σταφιδαµπέλους τους. Τον Αύγουστο του 1906 στο Αίγιο εκδηλώθηκε έντονη εξέγερση. Οι παραγωγοί της Αιγιαλείας, αντέδρασαν αρνούµενοι παραδώσουν την παραγωγή τους. Οι έµποροι, για εξαναγκασµό, προχώρησαν στην αγορά κορινθιακού προϊόντος. Οι Αιγιάλειοι παραγωγοί έφτασαν στο Αίγιο µε µαύρες σηµαίες και άγριες διαθέσεις. Έγιναν έφοδοι στις σταφιδαποθήκες, απειλήθηκαν σπίτια, πυρπολήθηκαν δύο βαγόνια κορινθιακής σταφίδας, η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη. Χρειάστηκαν ενισχύσεις από την Πάτρα και την Αθήνα για να αποκατασταθεί η τάξη. Για την αντιµετώπιση της κατάστασης προτάθηκε η ίδρυση δικτύου σταφιδικού Συνεταιρισµού, που να συνδέονται µε τη µορφή Ένωσης ή Οµοσπονδίας. Υποστηρίχθηκε, ότι θα βοηθούσε η παύση επιδοτήσεων για εκριζώσεις, η ρύθµιση του ποσοστού παρακράτησης, η ρύθµιση της απαγορευτικής φορολογίας νέων φυτειών, η επιδίωξη επέκτασης εξαγωγών προς τα νέα κράτη, η λήψη πιο σοβαρών µέτρων για τη διευκόλυνση της αγροτικής πίστης, η επιδίωξη οικονοµικότερης και αποδοτικότερης καλλιέργειας των σταφιδαµπέλων, κ.α.Ωστόσο η σταφιδική κρίση έφερε αλλαγές. Το Κράτος αναγκάστηκε να λάβει προστατευτικά µέτρα, ενώ η σταφιδική κοινωνία οργανώθηκε δυναµικά και ανέπτυξε συλλογικές δράσεις καθώς για τη νεοελληνική κοινωνία οι µαζικές κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια ήταν άγνωστα. Σε πολλές πόλεις δηµιουργήθηκαν κτηµατικοί και εµπορικοί σύλλογοι και επιτροπές συλλαλητηρίων, ενώ στις κινητοποιήσεις συµµετείχε όλος ο αγροτικός κόσµος. Ήταν το πρώτο έναυσµα, για να δηµιουργηθούν οι συνεταιρισµοί.