Πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια, στο τέλος του Πλειόκαινου, τα νερά της Μεσογείου εισχωρούν από το στενό Ρίου-Αντιρρίου, πλημμυρίζουν την υπάρχουσα λίμνη του Κορινθιακού και σχηματίζουν τον σημερινό κόλπο. Υψώνεται ο Ισθμός της Κορίνθου, καταβυθίζεται η βόρεια πλευρά του Κορινθιακού και προβάλλουν οι απότομες ακτές της Βοιωτίας και της Φωκίδας. Έτσι «γεννιέται» ο Κορινθιακός κόλπος, ο σπουδαιότερος από όλες τις απόψεις κόλπος της ελληνικής χερσονήσου, αφού εισχωρεί πολύ βαθιά από τη Δύση προς την Ανατολή στο πιο καίριο σημείο της Ελλάδας.
Γύρω από τον Κορινθιακό αναπτύσσονται μια σειρά από αξιόλογες πόλεις που θα διαμορφώσουν και θα στιγματίσουν την ελληνική ιστορία. Ο Ισθμός της Κορίνθου αποτέλεσε το κέντρο των σπουδαιότερων οδών επικοινωνίας και εμπορίου, στεριανών και θαλασσινών. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που στην Κόρινθο συναντούμε τα πρώτα σημάδια εγκατάστασης ανθρώπων κατά την εποχή της Αρχαιότερης Νεολιθικής (5-4η χιλιετία π.Χ.) κυρίως στο συνοικισμό του Κοράκου. Δεδομένα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού εντοπίζονται και στην περιοχή του Γαλαξειδίου, ενώ το λιμάνι της Κίρρας, ένας από τους σημαντικότερους προϊστορικούς οικισμούς της Φωκίδας, παρουσιάζει έντονη ναυτική δραστηριότητα το δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ. Υλικό της Πρωτοελλαδικής περιόδου βρίσκουμε επίσης στην Άμφισσα, στον Ακροκόρινθο, αλλά και γύρω από το Λέχαιο, ενώ λείψανα της αρχαιότερης Νεολιθικής εντοπίζονται στη Φωκίδα στους οικισμούς της Αγίας Μαρίνας, της Χαιρώνειας και της Ελάτειας, αλλά και στην Αντίκυρα. Τα ευρήματα οψιδιανού σε Κορινθία και Βοιωτία πιστοποιούν πώς οι εκεί οικισμοί είχαν αναπτύξει εμπόριο με το νησί της Μήλου και γενικότερα τις Κυκλάδες. Πριν το τέλος της Μεσοελλαδικής περιόδου αρχίζει ο αποικισμός της ενδοχώρας της κοιλάδας του Πλειστού με την ίδρυση της Κρίσας.
Περί το 2000 π.Χ. τις περιοχές γύρω από τον Κορινθιακό κατοικούν τα προελληνικά φύλα των Πρωτο-Αχαιών (Αχαΐα), Πελασγών (Αχαΐα, Φωκίδα, Κορινθία), Υάντων (Βοιωτία, Φωκίδα, Αιτωλία), αλλά και Καδμείων (Βοιωτία). Λίγο αργότερα αρχίζουν οι μεγάλες μετακινήσεις των πρωτοελληνικών φύλων από την Πίνδο προς τις νοτιότερες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου. Έτσι περί το 1900 π.Χ. στις περιοχές του Κορινθιακού μεταναστεύουν Ίωνες και Αχαιοί προερχόμενα κυρίως από τη Θεσσαλία.
Στο τέλος της ελλαδικής Χαλκοκρατίας κύρια κέντρα του αναπτυσσόμενου μυκηναϊκού πολιτισμού είναι η Κόρινθος, η Θήβα, ο Ορχομενός και γύρω από αυτά ένα πυκνό δίκτυο συνοικισμών, ενώ περί το 1600-1400 π.Χ. ιδρύεται ο οικισμός των Δελφών. Είναι η εποχή που αναπτύσσεται το εμπόριο με τη Δυτική και Ανατολική Μεσόγειο. Οι πόλεις που έχουν λιμάνια στον Κορινθιακό κόλπο βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση: Μπορούν να φτάνουν γρηγορότερα και να προσεγγίζουν με μεγαλύτερη ασφάλεια τις περιοχές της Δυτικής Μεσογείου, ενώ ταυτόχρονα λόγω του Ισθμού αποτελούν τον συνδετικό κρίκο του εμπορίου μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η Κόρινθος με τα δύο λιμάνια της ένα δυτικό κι ένα ανατολικό συσσωρεύει πλούτο και σταδιακά διαμορφώνει ηγετική φυσιογνωμία στο ελληνικό εμπόριο. Στην άλλη όχθη του Κορινθιακού οι Δελφοί εξελίσσονται σε ισχυρό, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο, η πόλη Κρίσα, ελέγχει την περιοχή και δικαιολογημένα χαρακτηρίζεται ισόθεη από τον Όμηρο.
Οι οικισμοί γύρω από τα μυκηναϊκά κέντρα πυκνώνουν, αναπτύσσεται οδικό δίκτυο και η επικοινωνία των μεσόγειων πόλεων με τις ακτές του Κορινθιακού γίνεται επιτακτική. Στα σύνορα Βοιωτίας – Φωκίδας οχυρώνεται η κοιλάδα της Στείριδας και ιδρύεται η ομώνυμη μυκηναϊκή πόλη. Η θέση της στρατηγική αφού ελέγχει τα περάσματα προς τη θάλασσα και τον Κορινθιακό κόλπο.
Στον κατάλογο Νηών της Ιλιάδας όλες οι περιοχές γύρω από τον Κορινθιακό εμφανίζονται με αξιόλογη ναυτική δύναμη. Έτσι οι Βοιωτοί με 80 πλοία από 30 πόλεις και 7 ηγεμόνες ανοίγουν τον κατάλογο για να ακολουθήσουν οι Φωκείς από 8 πόλεις με δύο ηγεμόνες και 40 πλοία, οι Αιτωλείς που προέρχονται από 5 πόλεις με τουλάχιστον 40 πλοία και τέλος οι πόλεις της Κορίνθου, της Σικυώνος, του Αιγίου και της Ελίκης συμπεριλαμβάνονται στη δύναμη των 100 πλοίων του μεγάλου βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα.
Αμέσως μετά τον Τρωικό πόλεμο η παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου συμπαρασύρει και τις άρχουσες πόλεις του Κορινθιακού κόλπου. Η Κρίσα και το επίνειό της η Κίρρα, το μεγάλο λιμάνι της Φωκίδας, βρίσκονται στο κέντρο ταραχών και πυρκαγιών και καταστρέφονται, ενώ αποδιοργανώνεται η κίνηση των εμπορευμάτων και τα μυκηναϊκά ανάκτορα δεν είναι σε θέση να συντονίσουν την παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα η κάθοδος των τελευταίων ελληνικών φύλων (Δωριείς) καταστρέφουν κάθε πιθανότητα ανασυγκρότησης και επανόδου της χαμένης δύναμης των μυκηναϊκών πόλεων.
Κατά την κάθοδο των Ηρακλειδών (Δωριεών) ο Κορινθιακός κόλπος και η μοναδική χερσαία πρόσβαση στην Πελοπόννησο μέσω του Ισθμού αποτέλεσε ένα αδιαμφισβήτητο εμπόδιο που προσέφερε φυσική οχυρωματική προστασία στους κατοίκους. Το εμπόδιο αυτό ξεπέρασαν τα ελληνικά φύλα διαπλέοντας το στενό Αντιρρίου-Ρίου και αποφεύγοντας τον Ισθμό. Δωριείς εγκατεστημένοι πολύ νωρίτερα στην περιοχή της Φωκίδας γύρω από την πόλη Δωρίδα δημιούργησαν ισχυρή συμμαχία με τους Αιτωλείς που εποφθαλμιούσαν τις γόνιμες πεδιάδες της Ήλιδας. Οι Δωριείς κατασκεύασαν τα πλοία τους για να διασχίσουν τον Κορινθιακό, σε έναν φυσικό όρμο των βόρειων ακτών του κόλπου. Η περιοχή και η πόλη που ιδρύθηκε εκεί διατηρούν έως σήμερα στο όνομά τους την ανάμνηση της ναυπήγησης των δωρικών πλοίων: Ναύπακτος [=ναυς (πλοίο) + πήγνυμι (κατασκευάζω)].
Κατά την εισβολή τους στην Πελοπόννησο οι Δωριείς εκτοπίζουν ένα μέρος των Αχαιών και των Ιώνων που ζούσαν εκεί. Η Σικυώνα, η Κόρινθος περιέρχονται στη δωρική κυριαρχία ενώ την ίδια εποχή οι Βοιωτοί από την Θεσσαλία καταλαμβάνουν πρώτα τη Χαιρώνεια, έπειτα τον Ορχομενό και ιδρύουν το ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς. Περί το 950 π.Χ. οι περιοχές γύρω από τον Κορινθιακό κόλπο κατοικούνται, επί το πλείστον, από φύλα Αιτωλών, Βοιωτών και Δωριέων.
Το δωρικό κράτος της Κορίνθου συνεχίζει να εκμεταλλεύεται τη μεγάλη στρατηγική και εμπορική σημασία του Κορινθιακού κόλπου: Από τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. και για πολλούς αιώνες θα τροφοδοτεί με κεραμική πολυτελείας τη Φωκίδα και τη δυτική Λοκρίδα. Ιδρύει νωρίς αποικία στην Ιθάκη με σκοπό τον έλεγχο της εισόδου πλοίων και εμπορευμάτων, από δυτικά λιμάνια στον Κορινθιακό κόλπο. Ακολουθεί ο αποικισμός της Κέρκυρας για τον έλεγχο των Ιλλυρικών ακτών και το 733 π.Χ. οι Κορίνθιοι ανοίγουν τα πανιά τους για την κυριαρχία του εμπορίου στη Δυτική Μεσόγειο. Αποικίζουν τη σικελική νήσο Ορτυγία, η οποία θα αποτελέσει το προπύργιο για την επέκτασή τους στην αντικρινή ακτή και την ίδρυση των πλούσιων Συρακουσών. Την ίδια εποχή κάτοικοι της Αχαΐας κτίζουν τον Κρότωνα και τη Σύβαρι στις ανατολικές ιταλικές ακτές, ενώ σύμφωνα με τον Στράβωνα οι Κρισσαίοι αποίκισαν το Μεταπόντιο στον κόλπο του Τάραντα. Μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μικράς Ασίας ιδρύεται την ίδια περίοδο από Φωκείς αποίκους: Πρόκειται για τη Φώκαια, που κυριάρχησε στη Μεσόγειο, εξελίσσοντας την ναυπηγική, κατασκευάζοντας την πεντήκορο, αλλά και ιδρύοντας πολλές αποικίες με κυριότερη τη Μασσαλία.
Λίγα χρόνια αργότερα το 704 π.Χ. ο Κορίνθιος Αμεινοκλής ναυπηγεί την τριήρη, το πλοίο που θα φέρει την επανάσταση στις θαλάσσιες συγκοινωνίες, το εμπόριο και τις πολεμικές επιχειρήσεις. Η Κόρινθος βρίσκεται στην αρχή μιας φρενήρους ανάπτυξης που θα της αποδώσει το επίθετο «αφνειός», δηλαδή πλούσια, για πολλά χρόνια.
Παράλληλα το μαντείο των Δελφών αυξάνει την επιρροή του καθορίζοντας με τις αποφάσεις του τις εξελίξεις στον ελληνικό κόσμο. Η πόλη της Κρίσας, η οποία κατείχε το μοναδικό λιμάνι, που εξυπηρετούσε τους Δελφούς, επέβαλλε τέλη, δυσβάσταχτα πολλές φορές, στους προσκυνητές και τα διακομιζόμενα εμπορεύματα. Η δυσφορία των πόλεων που αποτελούσαν τη Δελφική Αμφικτυονία γι’ αυτό το γεγονός προκάλεσε τον Α΄ Ιερό Πόλεμο.
Κατά τη διάρκειά του τις θαλάσσιες επιχειρήσεις και τον αποκλεισμό του λιμανιού της Κίρρας από τη θάλασσα ανέλαβε ο Κλεισθένης ο Σικυώνιος, παρά το γεγονός ότι η πόλη του δεν ανήκε στην Αμφικτιονία. Όμως η Σικυώνα ήταν αυτή που υπέφερε περισσότερο από τη δράση των πειρατών που έβρισκαν καταφύγιο στην Κίρρα. Έτσι ο Α΄ ιερός πόλεμος ήταν γεγονός και η ήττα της Κίρρας συντριπτική. Οι Κιρραίοι εξανδραποδίσθηκαν, η χώρα πέρασε από φωτιά και σίδηρο και αφιερώθηκε στους θεούς των Δελφών. Η Σικυώνα έλαβε ως αποζημίωση το 1/3 από τα λάφυρα, ενώ οι λιμενικές εγκαταστάσεις της Κίρρας λειτούργησαν εφ εξής ως επίνειο του Δελφικού Ιερού για τις ανάγκες διακίνησης προσκυνητών και υλικών.
Εν τω μεταξύ η κορινθιακή κεραμική ασυναγώνιστη κερδίζει πελατεία διεθνώς, ενώ μετά το 660 π.Χ., ο τύραννος Περίανδρος συλλαμβάνει και επιχειρεί μεγάλα έργα: Ονειρεύεται τη διάνοιξη του Ισθμού, κατασκευάζει τον δίολκο, ιδρύει νέες αποικίες σε Δύση και Ανατολή, κόβει νόμισμα και εδραιώνει την Κόρινθο ως εμπορικό κέντρο του αρχαϊκού κόσμου.
Την ίδια εποχή μεγάλη άνθηση γνωρίζει και η Άμφισσα η οποία οργανώνεται ως πόλη κράτος και το 653 π.Χ. κάτοικοί της μεταναστεύουν στην Κάτω Ιταλία όπου ιδρύουν την αποικία των Επιζεφύριων Λοκρών, μια πόλη που υπάρχει μέχρι σήμερα με το όνομα Locri.
Στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. οι Έλληνες έχουν αποικίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Μεσογείου και οι πόλεις του Κορινθιακού κόλπου είναι οι στιβαρές πρωταγωνίστριες σ’αυτόν τον ελληνικό αποικισμό.
Στα 520 π.Χ., ιδρύεται η πρώτη ένωση πόλεων-κρατών, η πρώτη σπονδή αρχή, το Κοινό των Βοιωτών, και θεσπίζονται οι βασικές αρχές διακυβέρνησης των πόλεων και οι εγγυήσεις για την προάσπιση των δικαίων των πολιτών. Η ανάγκη των Ελλήνων να συνασπιστούν, να συμμαχήσουν και να ενωθούν προκύπτει αδήριτη ενόψει του Περσικού Κινδύνου. Κι ενώ το καλοκαίρι του 490 π.Χ. η Αθήνα με μοναδικό σύμμαχο τις Πλαταιές αντιμετωπίζει στον Μαραθώνα, επιτυχώς την εισβολή των Περσών, δέκα χρόνια αργότερα, η αναγγελία της εκστρατείας του Ξέρξη κατά των Ελλήνων αναγκάζει τις πόλεις κράτη της ελληνικής επικράτειας να συγκεντρωθούν στο κέντρο του ελληνικού κόσμου, στον Ισθμό της Κορίνθου και να συστήσουν το «Κοινό των Ελλήνων».
Έτσι στις Θερμοπύλες, υπό την ηγεμονία της Σπάρτης και μεταξύ άλλων Ελλήνων θα οχυρωθούν 5.000 οπλίτες από την Κόρινθο, 3.000 Σικυώνιοι, 1000 Φωκείς, 700 Θεσπιείς και 600 Πλαταιείς. Κι ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες αποχωρούν κατά την κύκλωση των δυνάμεών τους από τον περσικό στρατό, οι Θεσπιείς παραμένουν και πολεμούν μαζί με το Λεωνίδα έως το ηρωικό τέλος τους.
Παράλληλα ο ελληνικός στόλος ενισχυμένος με 40 Κορινθιακές και 15 Σικυώνιες τριήρεις δίνει νικηφόρα ναυμαχία στο Αρτεμίσιο και παρά την επιμονή των Κορίνθιων, Σπαρτιατών και άλλων Πελοποννησίων να καταφύγουν στον Ισθμό, χάρη στον πολυμήχανο Θεμιστοκλή παρατάσσονται εναντίον των Περσών στα στενά της Σαλαμίνας. Στη μεγάλη ελληνική νίκη έναντι των Περσών συμβάλλει αποφασιστικά η γενναιότητα των Κορινθίων όπως μαρτυρεί επίγραμμα του Σιμωνίδη. Η τελική αναμέτρηση Ελλήνων και Περσών το 479 π.Χ. γίνεται στο βοιωτικό πεδίο των Πλαταιών όπου Πλαταιείς, Κορίνθιοι και Σικυώνιοι μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες κατατροπώνουν τη στρατιά του Μαρδόνιου. Με το τέλος των Μηδικών πολέμων διαλύεται και η Βοιωτική Συμπολιτεία, ως τιμωρία της πόλης των Θηβών για τη συμμαχία της με τους Πέρσες.
Όσο περιορισμένος στάθηκε ο ρόλος του Κορινθιακού κόλπου κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων, τόσο σημαντικός και καίριος ήταν λίγα χρόνια αργότερα όταν πολλές φορές απετέλεσε το μήλον της Έριδος, αλλά και το πεδίο συγκρούσεων στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η επεκτατική πολιτική των Αθηνών βλάπτει κυρίως τους Κορινθίους και την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία τους στα νερά του Κορινθιακού και της Δυτικής Μεσογείου. Το 459 π.Χ. οι Μεγαρείς στην προσπάθειά τους να βρουν συμμάχους έναντι των Κορινθίων προσχωρούν στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι εκμεταλλευόμενοι τη συμμαχία μεταφέρουν στο μικρό λιμάνι των Πηγών, στον Κορινθιακό κόλπο, μια ισχυρή μοίρα του αθηναϊκού στόλου ώστε να μπορεί να ελέγχει την περιοχή και να εκπληρώνει τις εμπορικές αποστολές τους ταχύτερα. Τα συμφέροντα της Κορίνθου θίγονται σοβαρά. Σ’ αυτόν λοιπόν τον πόλεμο, που αναπόφευκτα ξεσπά και ονομάζεται Α΄ Πελοποννησιακός, σύμμαχοι των Κορινθίων, μεταξύ άλλων, προστρέχουν Θηβαίοι και άλλοι Βοιωτοί, Οπούντιοι Λοκροί και Φωκείς των οποίων τα συμφέροντα επίσης θίγονται.
Το 457 π.Χ. οι Σπαρτιάτες που σπεύδουν να ενισχύσουν τους Φωκείς έναντι των κατοίκων της Δωρίδος διεκπεραιώνονται από το λιμάνι της Κορίνθου στο λιμάνι της Κρίσσας, αλλά στην επιστροφή τους οι δρόμοι αποκόπτονται από τους Αθηναίους. Οι Σπαρτιάτες εγκλωβίζονται στην ουδέτερη Βοιωτία. Εκεί βοηθούν τη Θήβα να ανακτήσει τη δύναμή της, την περιτειχίζουν με νέο μεγαλύτερο και ισχυρότερο τείχος και εγκαθιστούν φιλοθηβαϊκές κυβερνήσεις στις πόλεις που κάποτε ανήκαν στο Κοινό των Βοιωτών.
Η Αθήνα προκαλεί μάχη με τους Σπαρτιάτες πρώτα στην Τανάγρα και εν συνεχεία στα Οινόφυτα. Κι ενώ η ήττα της στην πρώτη αναμέτρηση δεν πτοεί το ηθικό της, ο θρίαμβος που πετυχαίνει στη δεύτερη αναμέτρηση της προσφέρει το άλλοθι ηθικό και στρατιωτικό να καταφερθεί εναντίον όλων των βοιωτικών και φωκικών πόλεων που υποστήριξαν τους Σπαρτιάτες. Εκτός από την Θήβα που ήταν πια οχυρωμένη και δύσκολη αντίπαλος, καταφέρνει να κυριεύσει όλες τις άλλες πόλεις και να εγκαταστήσει φιλοαθηναϊκές κυβερνήσεις.
Την αμέσως επόμενη χρονιά το 456 π.Χ. η Αθήνα οργανώνει ναυτική εκστρατεία κατά της Σπάρτης και των συμμάχων της. Ο αθηναίος στρατηγός Τολμίδης με 50 τριήρεις και χίλιους οπλίτες εισέρχεται στον Κορινθιακό από το στενό Ρίου-Αντιρρίου. Στη συνέχεια πλέει στη Ναύπακτο όπου εγκαθιστά φρουρά από Μεσσήνιους και κατόπιν κάνει αποβάσεις στις ακτές της Πελοποννήσου, κοντά στη Σικυώνα όπου δίνει μάχη και νικά. Τέλος προσορμά στις Πηγές όπου διαχειμάζει ο στόλος.
Το επόμενο έτος οι Αθηναίοι κάνουν νέα ναυτική εκστρατεία στον Κορινθιακό: Ο Περικλής αυτή τη φορά, ξεκινώντας από το λιμάνι των Πηγών, κάνει αποβάσεις στις ακτές της βόρειας Πελοποννήσου, κοντά στη Σικυώνα και πάλι, εδραιώνει την κυριαρχία της Αθήνας διασχίζοντας τον Κορινθιακό κατά μήκος και εξερχόμενος από το στενό Ρίου-Αντιρρίου κυριεύει όλες τις πόλεις της περιοχής δυτικά του Αχελώου.
Την άνοιξη του 453 π.Χ. ο Περικλής ξεκινά πάλι από τις Πηγές με 100 πλοία τώρα, αποβιβάζεται κοντά στη Σικυώνα και δίνει μάχη στον ποταμό Νεμέα στα σύνορα μεταξύ Σικυωνίας και Κορινθίας. Εκεί νικά κατά κράτος τους Σικυώνιους και στήνει τρόπαιο. Έπειτα στρέφεται κατά της Σικυώνος αλλά όταν φθάνει βοήθεια από τους Λακεδαιμόνιους, επιβιβάζει τους οπλίτες στα πλοία και πλέει στην Αχαΐα και κατόπιν στις Οινιάδες. Στη συνέχεια επιστρέφει από τον ίδιο δρόμο διαπλέοντας τον Κορινθιακό επιδεικνύοντας τη μεγάλη ναυτική δύναμη και την ισχύ της.
Το 448 π.Χ. οι Σπαρτιάτες κηρύττουν πόλεμο κατά των Φωκέων για τον έλεγχο του Μαντείου των Δελφών. Ο γνωστός και ως Β΄ Ιερός Πόλεμος είναι σύντομος και λήγει με νίκη των Σπαρτιατών οι οποίοι αποδίδουν το Ιερό των Δελφών στους κατοίκους της περιοχής. Όταν όμως φεύγουν οι Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι επεμβαίνουν και αποκαθιστούν εκ νέου τους Φωκείς. Μετά το 446 π.Χ. οι φιλοαθηναϊκές δημοκρατικές κυβερνήσεις της Βοιωτίας δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν στην εξουσία και ανατρέπονται. Ο αθηναίος Τολμίδης εκστρατεύει κατά της Βοιωτίας, φθάνει στη Χαιρώνεια, την κυριεύει και εγκαθιστά φρουρά. Κατά την επιστροφή του στην Αττική πέφτει σε παγίδα εξόριστων Βοιωτών και Λοκρών, και ηττάται συντριπτικά. Ο ίδιος σκοτώνεται.
Οι Αθηναίοι αναγκάζονται τότε να εγκαταλείψουν τη Βοιωτία εκτός από τις Πλαταιές. Η Βοιωτική συμμαχία ανασυσταίνεται υπό την ηγεσία των Θηβαίων. Οι κάτοικοι της Βοιωτίας διαιρούνται σε 11 μέρη, κάθε μέρος παρέχει έναν Βοιωτάρχη και 60 βουλευτές για κάθε Βοιωτάρχη. Για τη σύσταση του στρατού κάθε μέρος προσφέρει 1000 οπλίτες και 100 ιππείς, ενώ στέλνει δικαστές και εισφέρει χρήματα στο ταμείο του Κοινού.
Το 445 π.Χ. Σπαρτιάτες, Κορίνθιοι, Σικυώνιοι, Βοιωτοί και τα άλλα μέλη της Πελοποννησιακής συμμαχίας συνάπτουν τριακονταετή συμφωνία ειρήνης με τους Αθηναίους και τα υπόλοιπα μέλη της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Ο πρώτος Πελοποννησιακός πόλεμος φτάνει στο τέλος του. Οι Αθηναίοι αναγκάζονται να αποσύρουν τη φρουρά τους από το λιμάνι των Πηγών, κρατούν όμως τη Ναύπακτο διατηρώντας έτσι ισχυρή θέση στον Κορινθιακό κόλπο.
Τελικά η ειρήνη κρατά πολύ λιγότερο από τα 30 έτη που προβλεπόταν, αφού από το 435 π.Χ. με τις προστριβές της Κορίνθου με την Κέρκυρα αρχίζει η νέα σύγκρουση. Στη ναυμαχία στα Σύβοτα το 433 π.Χ. οι Κορίνθιοι ηττούνται κατά κράτος από τους Αθηναίους και για αντίποινα ενισχύουν την αποικία τους στην Χαλκιδική την Ποτίδαια ώστε να αποσχιστεί από την αθηναϊκή συμμαχία.. Ηττώνται και πάλι από τους Αθηναίους όμως η τριακονταετής ειρήνη έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα. Οι σχέσεις Κορίνθου και Αθηνών έχουν ενταθεί επικίνδυνα και οι Κορίνθιοι πιέζουν τους συμμάχους τους για πιο επιθετική στάση απέναντι στους Αθηναίους. Η Αθήνα από την άλλη αντιδρά αποκλείοντας τα Μέγαρα και αναγκάζοντάς τα να προσχωρήσουν στην αθηναϊκή συμμαχία. Αν όμως γινόταν αυτό, η Αθήνα εκμεταλλευόμενη τις βάσεις των Μεγάρων στον Κορινθιακό θα απέκλειε εντελώς την Κόρινθο και θα παρεμπόδιζε κάθε πέρασμα των Πελοποννησίων στην Στερεά Ελλάδα. Όπως ήταν φυσικό ήταν αδύνατον να το δεχτούν αυτό οι Κορίνθιοι. Έτσι ο πόλεμος ξέσπασε εκ νέου.
Οι περιοχές γύρω από τον Κορινθιακό μοιράζονται: Βοιωτοί, Μεγαρείς, Κορίνθιοι και Σικυώνιοι συμμαχούν με τους Σπαρτιάτες, ενώ Ναύπακτος και Καλυδώνα υποστηρίζουν τους Αθηναίους. Η Αχαΐα παραμένει ουδέτερη.
Το 431 π.Χ. οι Βοιωτοί ζητούν από τους Πλαταιείς να προσχωρήσουν στην βοιωτική συμμαχία, μάλιστα θηβαϊκό απόσπασμα μπαίνει στην πόλη και προσπαθεί με τη βία να επιβάλλει ολιγαρχικό καθεστώς, αποτυγχάνουν όμως και εκτελούνται. Σε αντίποινα οι Αθηναίοι συλλαμβάνουν τους Βοιωτείς που βρίσκονται στην Αττική.
Το χειμώνα του 430 π.Χ. οι Αθηναίοι στέλνουν 20 πλοία στη Ναύπακτο για να ελέγχουν από εκεί τον Κορινθιακό κόλπο και την άνοιξη του 429 π.Χ. οι Σπαρτιάτες ξεκινούν την πολιορκία των Πλαταιών, ενώ αργότερα την ίδια χρονιά εκστρατεύουν στην Ακαρνανία με σκοπό να ανακουφίσουν την, αποκλεισμένη από τα δυτικά, -λόγω της αθηναϊκής φρουράς στη Ναύπακτο- Κόρινθο.
Εν τέλει τα αντιμαχόμενα μέρη εμπλέκονται στην επονομαζόμενη ναυμαχία της Πάτρας. Ο ικανότατος αθηναίος στρατηγός Φορμίων με μόλις 20 πλοία καταφέρνει λίγο έξω από το στενό Ρίου-Αντιρρίου να παγιδεύσει, να αιχμαλωτίσει και να καταστρέψει αρκετά από τα 47 κορινθιακά πλοία που είχαν προστρέξει σε βοήθεια των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι στήνουν τρόπαιο στο Αντίρριο, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τη νίκη τους και τη ναυτική δύναμη που είχαν στη Ναύπακτο, δεν μπόρεσαν τον παράπλου των Κορινθίων στις βόρειες ακτές της Πελοποννήσου.
Οι Πελοποννήσιοι συγκεντρώνουν 77 τριήρεις δυτικά από το Ρίο και πεζικό στην Πάνορμο (ανατολικά από το Ρίο). Ο Φορμίων με τις 20 αθηναϊκές τριήρεις αγκυροβολεί στο Αντίρριο και η φρουρά της Ναυπάκτου συγκεντρώνεται στην ξηρά. Οι Πελοποννήσιοι παρασύρουν τους Αθηναίους προς την Ναύπακτο και αποκόπτουν τα μισά περίπου αθηναϊκά πλοία, τα αιχμαλωτίζουν ή τα καταστρέφουν. Όμως ο Φορμίων καταφέρνει με έξυπνους ελιγμούς να αλλάξει την έκβαση της ναυμαχίας υπέρ του, απελευθερώνοντας τα αιχμάλωτα πλοία του και συλλαμβάνοντας 6 πλοία των Πελοποννησίων. Μετά από λίγες μέρες ενισχύεται από άλλες 20 αθηναϊκές τριήρεις, ενώ ο πελοποννησιακός στόλος διαλύεται. Ωστόσο δεν καταφέρνει να κυριαρχήσει αποφασιστικά στον Κορινθιακό κόλπο.
Την άνοιξη του 426 π.Χ. η Ναύπακτος αποτελεί και πάλι θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Αθηναίος Δημοσθένης περιπλέει την Πελοπόννησο με 30 τριήρεις και επιτίθεται στην Αιτωλία. Οι σύμμαχοί του όμως Φωκείς, Ακαρνάνες και Οζολοί Λοκροί τον εγκαταλείπουν και αναγκάζεται να καταφύγει στη Ναύπακτο, την οποία υπερασπίζεται με επιτυχία από την επίθεση των Οζολών Λοκρών, των Αιτωλών και των Πελοποννησίων που ήρθαν από τους Δελφούς.
Το 424 π.Χ. ο Δημοσθένης με αφετηρία τη Ναύπακτο προσπαθεί να καταλάβει το μικρό λιμάνι των Σιφών, νότια της σημερινής Αλυκής, στον κόλπο της Δόμβραινας με σκοπό να υποστηρίξει την εξέγερση των δημοκρατικών στην Βοιωτία. Ωστόσο δεν τα καταφέρνει και περιορίζεται σε μία αποτυχημένη απόβαση στη Σικυώνα.
Το 421 π.Χ. υπογράφεται η περίφημη «Ειρήνη του Νικία» μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών οι Κορίνθιοι δεν είναι ευχαριστημένοι από τους όρους της συνθήκης. Έτσι όταν το καλοκαίρι του 419 π.Χ. ο Αλκιβιάδης με μικρή αθηναϊκή δύναμη τειχίζει την Πάτρα κατά το πρότυπο των Μακρών Τειχών της Αθήνας και καταστρώνει σχέδια και για τον τειχισμό του Ρίου, η Κόρινθος νιώθει ασφυκτικά στο νέο περιβάλλον, αφού σε συνδυασμό με την κατοχή της Ναυπάκτου οι Αθηναίοι θα ήλεγχαν πλήρως την μοναδική, την εποχή εκείνη έξοδο του Κορινθιακού. Έτσι λαμβάνει αμέσως μέτρα και εκστρατεύει μαζί με τους Σικυώνιους παρεμποδίζοντας τα σχέδια του Αλκιβιάδη.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος φτάνει στο τέλος του, με την καταστροφική από όλες τις απόψεις, εκστρατεία των Αθηναίων στην κορινθιακή αποικία των Συρακουσών. Η Κόρινθος βοηθά αποφασιστικά στην ήττα τους με την αποστολή στόλου, στρατού και προμηθειών, σπάζοντας την αθηναϊκή πολιορκία και προσφέροντας βοήθεια στους Συρακούσιους. Η τελευταία ναυμαχία στα όρια του Κορινθιακού κόλπου γίνεται στον Ερινεό της Αχαΐας το καλοκαίρι του 413 π.Χ. και λήγει με την πρώτη θαλάσσια ήττα των Αθηναίων, αφού οι Κορίνθιοι έχουν εξοπλίσει τα 25 πλοία τους με επωτίδες.
Με τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου Κορίνθιοι και Βοιωτοί ως νικητές απαιτούν την παραδειγματική τιμωρία των Αθηναίων και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της ηττημένης Αθήνας. Το αίτημά τους αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι δεσμεύονται ηθικά από την παλιά συμμαχία και καταλήγουν σε όρους ευνοϊκότερους.
Η ηγεμονία της Σπάρτης που σιγά-σιγά εδραιώνεται στην Ελλάδα των αρχών του 4ου π.Χ. αιώνα βρίσκει δυσαρεστημένες τις κυρίαρχες πόλεις του Κορινθιακού κόλπου. Κόρινθος και Θήβα δημιουργούν μια αντιλακωνική συμμαχία μαζί με το Άργος και την Αθήνα, ενώ οι Σικυώνοι μένουν πιστοί στους Λακεδαιμόνιους. Η δυσαρέσκεια αρχικά, οι προστριβές και οι συγκρούσεις κατόπιν, οδηγούν στον Κορινθιακό πόλεμο ο οποίος διαρκεί από το 395 έως το 387 π.Χ.
Ο πόλεμος που επικεντρώνεται σε μέτωπα γύρω από τον Κορινθιακό κόλπο, κυρίως στην Κόρινθο και τη Θήβα και είναι ένας από τους σκληρότερους εμφυλίους που ζει η αρχαία Ελλάδα. Το 394 π.Χ. οι δύο αντίπαλοι στρατοί συναντούνται στα σύνορα Σικυωνίας και Κορινθίας στις όχθες του ποταμού Νεμέα όπου συγκρούονται. Οι νικητές Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους ωστόσο δεν καταφέρνουν να περάσουν την Κόρινθο. Λίγο αργότερα οι εμπλεκόμενες πλευρές συγκρούονται στην Κορώνεια της Βοιωτίας και οι Σπαρτιάτες επαναλαμβάνουν τη νίκη τους.
Την επόμενη χρονιά στην Κόρινθο ξεσπά εμφύλιος πόλεμος μεταξύ δημοκρατικού και ολιγαρχικού κόμματος. Οι Σπαρτιάτες κατανοώντας τη μεγάλη ανάγκη να ελέγχουν τις θαλάσσιες οδούς του Κορινθιακού κόλπου, σε μια νυχτερινή επιδρομή καταλαμβάνουν το Λέχαιο, το λιμάνι της Κορίνθου στον Κορινθιακό κόλπο, το οποίο διατηρούν για πάνω από 2 χρόνια.
Το 391 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Αγησίλαος επιτίθεται στην Κόρινθο και καταλαμβάνει αρκετές αμυντικές θέσεις, όμως την ίδια ώρα ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης επιτίθεται στο λιμάνι του Λεχαίου και το καταλαμβάνει. Παρόλα αυτά το 389 π.Χ. βρίσκει τους Σπαρτιάτες να διαπλέουν τον Κορινθιακό κόλπο και να επιτίθενται στους Ακαρνάνες. Τελικά το 387 π.Χ. οι δύο πλευρές υπογράφουν την περίφημη Ανταλκίδειο Ειρήνη η οποία έδωσε τέλος στον Κορινθιακό πόλεμο.
Στα χρόνια που ακολουθούν οι Σπαρτιάτες είναι οι απόλυτοι ηγεμόνες της ελληνικής χερσονήσου μέχρι που η Θήβα υψώνει το ανάστημά της με τον στρατηγό Επαμεινώνδα το 371 π.Χ. Με αφορμή την επιμονή του Θηβαίου στρατηγού να αναγνωριστεί ως εκπρόσωπος του συνόλου των Βοιωτικών πόλεων οι Σπαρτιάτες επιτίθενται και αντιμετωπίζουν τον θηβαϊκό στρατό στα Λεύκτρα. Εκεί για πρώτη φορά οι αήττητοι Σπαρτιάτες ηττούνται κατά κράτος και το γεγονός αυτό σηματοδοτεί την απαρχή της θηβαϊκής ηγεμονίας στην Ελλάδα.
Οι Θηβαίοι συμμαχούν με τους Φωκείς και τους Λοκρούς και για εννέα περίπου χρόνια είναι κυρίαρχοι στην Ελλάδα. Οι συμμαχίες τους φεύγουν από τα στενά όρια της Βοιωτίας και επεκτείνονται στη Θεσσαλία, την Αιτωλία και την Πελοπόννησο. Όλα αυτά μέχρι το 362 π.Χ. όταν ο θάνατος του Επαμεινώνδα στη μάχη της Μαντίνειας σημαίνει την αρχή του τέλους για τη θηβαϊκή ηγεμονία.
Λίγα χρόνια αργότερα το υποβόσκον μίσος μεταξύ Θηβαίων και Φωκέων φέρνει τον Γ΄ ιερό πόλεμο, ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα την ενεργό ανάμειξη της Μακεδονίας στις πόλεις της Νοτίου Ελλάδας. Ο Φίλιππος καταφέρνει το 346 π.Χ. να υποτάξει τους Φωκείς ενώ λίγα χρόνια αργότερα στην περίφημη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και οι βοιωτικές πόλεις περνούν κάτω από την κυριαρχία του.
Μετά το θάνατο του Φιλίππου η Θήβα επαναστάτησε και γι’ αυτό ο Μέγας Αλέξανδρος την καταστρέφει εκ θεμελίων. Η τόσο τρομερή καταστροφή της οδηγεί τον νεαρό Μακεδόνα βασιλιά ικέτη στο Μαντείο των Δελφών, ενώ λίγο αργότερα επισημοποιεί την κυριαρχία του και λαμβάνει τον τίτλο του «βασιλέα των Ελλήνων» στο συνέδριο των Ελληνικών πόλεων στον Ισθμό, στο αιώνιο κέντρο της Ελληνικής επικράτειας. Η Κόρινθος ορίζεται ως έδρα του «Κοινού των Ελλήνων» και ο Μέγας Αλέξανδρος αφήνει πίσω του μακεδονικές φρουρές.
Η εποχή μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου σημαδεύτηκε από την εμφάνιση της Αιτωλικής Συμπολιτείας, η οποία σε όλη τη διάρκεια του 3ου και τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. πρωταγωνίστησε στην κεντρική ελληνική πολιτική σκηνή. Οι επεκτατικές τάσεις των Αιτωλών περιέλαβαν τους άμεσους γείτονες τους Δυτικούς Λοκρούς και τα λιμάνια τους που ήταν απαραίτητα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους στον Κορινθιακό.
Κατά τη διάρκεια του Λαμιακού πολέμου (323-322 π.Χ.) Λοκροί, Φωκείς, Σικυώνιοι και Δωριείς (της Δωρίδος) συμμετέχουν στον αντιμακεδονικό σχηματισμό. Μετά το 319 π.Χ. και το θάνατο του Αντίπατρου η περιοχή περιέρχεται στην κυριαρχία του Πολυπέρχοντα, ενώ το 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος επιτίθεται σε Κόρινθο και Σικυώνα, αλλά δεν καταφέρνει να επιβληθεί. Λίγα χρόνια αργότερα ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ένας ικανότατος στρατηγός γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου, κερδίζει τη συμμαχία Βοιωτών, Φωκέων και Αιτωλών και το 303 π.Χ. αποπέμπει την πτολεμαϊκή φρουρά της Σικυώνας και αποκαθιστά την αυτονομία της. Ανοικοδομεί και ισχυροποιεί την πόλη, αποκτά τον έλεγχο της Κορίνθου, τοποθετεί φρουρά στον Ακροκόρινθο και στη Βούρα της Αχαΐας. Μάλιστα κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης αντιπροσώπων των πόλεων-κρατών στον Ισθμό της Κορίνθου αναγορεύεται «ηγεμών της Ελλάδος».
Το 280 π.Χ. δημιουργείται μια νέα ομοσπονδία η οποία θα ονομαστεί Αχαϊκή Συμπολιτεία και θα κυριαρχήσει για πάνω από 100 χρόνια. Συμμετέχουν όλες σχεδόν οι πόλεις των βόρειων ακτών της Πελοποννήσου και έδρα της είναι το Αίγιο. Η Αχαϊκή Συμπολιτεία υπό την ηγεσία του Άρατου και του Φιλοποίμενα επεκτάθηκε και κυριάρχησε σχεδόν σε όλη την Πελοπόννησο. Από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ. η πόλη των Πατρών εξελίχθηκε σε σημαντική πόλη και το λιμάνι της έγινε το κύριο λιμάνι της Αχαΐας.
Όταν οι Σπαρτιάτες απείλησαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία, ο Άρατος ζήτησε τη βοήθεια των Μακεδόνων. Ο Αντίγονος, βασιλιάς των Μακεδόνων πρόθυμα έδωσε την βοήθεια του και οι Μακεδόνες για άλλη μια φορά κυριαρχούν στην Πελοπόννησο και εγκαθιστούν φρουρά στην Κόρινθο. Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Αχαϊκή και Αιτωλική Συμπολιτεία συγκρούονται για τον έλεγχο της Σπάρτης.
Εν τω μεταξύ η Ρώμη ετοιμάζεται για εισβολή στην Ελλάδα και το φιλορωμαϊκό ρεύμα που αναπτύσσεται πλήττει τη δύναμη της Αχαϊκής Συμπολιτείας και καλλιεργεί διχόνοιες μεταξύ των Πελοποννησίων. Μετά από διπλωματικές προστριβές και ένοπλες συγκρούσεις οι δυνάμεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας ηττούνται το 146 π.Χ. από τις Ρωμαϊκές δυνάμεις υπό τον ύπατο Λεύκιο Μόμμιο στη μάχη της Λευκόπετρας και η ομοσπονδία διαλύεται. Στη συνέχεια ο Μόμμιος καταλαμβάνει και καταστρέφει την Κόρινθο. Ύστερα προχωρά και εδραιώνει τη Ρωμαϊκή κυριαρχία πάνω στον ελλαδικό χώρο.
Ολόκληρη η Ελλάδα βρίσκεται υπό την εξουσία των Ρωμαίων και ονομάζεται Αχαΐα. Η πόλη των Πατρών γίνεται ρωμαϊκή αποικία, το λιμάνι της αποκτά σημαντικό ρόλο λόγω των αυξανόμενων επαφών και ανταλλαγών μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας και έκτοτε κυριαρχεί στη βόρεια Πελοπόννησο.
Κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας επετράπη στους Φωκείς η ανασύσταση του Φωκικού Κοινού, το οποίο όμως δεν είχε καμία πολιτική δύναμη και μόνο τοπικές διοικητικές αρμοδιότητες.
Το 14 π.Χ. τα παράλια της Αιτωλίας υπάγονται στη ρωμαϊκή αποικία των Πατρών και οι περισσότερες πόλεις ερημώνονται, καθώς οι κάτοικοι τους μετοικίζουν στη Νικόπολη. Η Ναύπακτος, αντίθετα, παραμένει ζωντανή, γνωρίζει από νωρίς τον χριστιανισμό και από το τέλος του 2ου αι. μ.Χ. αποτελεί έδρα επισκοπής. Τα κατάλοιπά των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων μαρτυρούν την ακμή και την πολυτελή ζωή, καθώς και την επί μακράν συνύπαρξη της νέας θρησκείας με παλαιές ειδωλολατρικές λατρείες.
Το στενό Ρίου – Αντιρρίου αποτελεί το βασικό δίαυλο επικοινωνίας με τη νότια Ελλάδα και μαζί με τα λιμάνια της Πάτρας και της Ναυπάκτου είναι τα κύρια σημεία ελέγχου της θαλάσσιας συγκοινωνίας.
Ο Κορινθιακός παραμένει το κατεξοχήν νευραλγικό και στρατηγικό κέντρο της ελλαδικής επικράτειας.